- ἐπιβοσκίς
- ἐπι-βοσκίς, ίδος, ἡ, der Saugrüssel der Bienen u. Fliegen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιβοσκίς — ἐπιβοσκίς, η (Α) προβοσκίδα (τών εντόμων). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοσκίς < θ. βοσκο (βοσκός) πρβλ. προβοσκίς] … Dictionary of Greek
ἐπιβοσκίδα — ἐπιβοσκίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)